- δεδίσκομαι
- δεδίσκομαι (Α)1. δειδίσκομαι, χαιρετίζω2. δειδίσσομαι, εκφοβίζω.[ΕΤΥΜΟΛ. Για το ρ. δεδίσκομαι με τη σημ. 1. βλ. δειδίσκομαιεπίσης (με τη σημ. 2) αποτελεί νεώτερο σχηματισμό τού παρακμ. δέδοικα τού δείδω* κατά τα ρήματα σε -σκω. Έχει υποστηριχθεί ακόμη ότι ο πρτ. εδεδίσκετο, που απαντά στον Αριστοφάνη, είναι λανθασμένη γραφή τού εδεδίττετο (βλ. δειδίσσομαι].
Dictionary of Greek. 2013.